- συμπερισπώ
- -άω, Α [περισπῶ]τονίζω επίσης με περισπωμένη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπερισπωμένως — Α επίρρ. επίσης με περισπωμένη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπερισπώμενος τού συμπερισπῶ] … Dictionary of Greek